imgres Μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αποτελούν οι διώξεις κατά των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης που ξεκινούν το 1937 και τερματίζονται το 1949, με τη μαζική και βίαιη μεταφορά της πλειονότητας των ελληνικών πληθυσμών του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία.

     Οι πολυάνθρωπες ελληνικές κοινότητες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξαν καρπός της πανάρχαιας ελληνικής παρουσίας στον παρευξείνιο χώρο και της έντονης ρωσοτουρκικής αντιπαράθεσης, που καθόρισε και την τελική μορφή της περιοχής αυτής. Η οριστική διαμόρφωση της φυσιογνωμίας των ελληνικών κοινοτήτων συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν χιλιάδες πρόσφυγες από το Μικρασιατικό Πόντο κατακλύζουν τις ρωσικές περιοχές. Η άρνηση των κυβερνήσεων της Ελλάδας μετά το 1928, να επιτρέψουν την κάθοδο των προσφύγων αυτών –κάτι που ήταν επιβεβλημένο, εφόσον οι πρόσφυγες αυτοί καλύπτονταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης- οδήγησε στον εγκλωβισμό τους στη σοβιετική επικράτεια.
 Σημείο καμπής για την αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξαν οι Δίκες της Μόσχας, το συμβολικό μήνυμα των οποίων ήταν ότι, ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης της αχανούς κομμουνιστικής Αυτοκρατορίας ήταν πλέον ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν. Η αντίστροφη μέτρηση για τις μικρές εθνότητες, αλλά και για όση κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση είχε απομείνει, είχε αρχίσει! Ο ακαδημαϊκός Θεοχάρης Κεσσίδης υποστηρίζει ότι στο βαθμό που εδραιωνόταν το διοικητικό-γραφειοκρατικό σύστημα που βρήκε την έκφρασή του στην προσωπολατρεία του Στάλιν, καθώς και στις παραβιάσεις της νομιμότητας και τους άγριους διωγμούς που απλώθηκαν σ’ όλη τη χώρα, έφτασε η ώρα για την πολιτιστική γενοκτονία μερικών μικρών λαών, μαζί και των Ελλήνων της ΕΣΣΔ.
Οι διώξεις του ’37-’38
     Το κλίμα άρχισε να βαραίνει και πάνω από τους Έλληνες. Στην απογραφή του 1937 καταγράφηκαν 268.889 άτομα. Το πραγματικό όμως μέγεθος της ελληνικής μειονότητα ήταν αρκετά μεγαλύτερο και πιθανότητα πλησίαζε τις 450.000. Από αυτούς το ένα τρίτο περίπου είχε την ελληνική υπηκοότητα.
     Με την έναρξη των διώξεων, ολόκληρη η ελληνική ηγεσία και μαζί της και η πλειονότητα των ενηλίκων Ελλήνων συνελήφθη και εξοντώθηκε. Πραγματοποιήθηκαν τέσσερα διαδοχικά κύματα μαζικών διώξεων, τα οποία ξεκίνησαν στις παρακάτω ημερομηνίες: 30 Οκτωβρίου 1937, 8 Φεβρουαρίου 1938, 29 Ιουλίου 1938 και 26 Φεβρουαρίου 1939. Στην πρώτη περίοδο των διώξεων οι μαζικές συλλήψεις των Ελλήνων κορυφώθηκαν στις 17 Δεκεμβρίου 1937 και συνεχίστηκαν έως το τέλος Φεβρουαρίου 1938.
     Για να αντιμετωπίσει η μυστική αστυνομία τον τεράστιο όγκο των περιπτώσεων, της παραχωρείται επίσημα το δικαίωμα από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ(μπ.) να βασανίζει τους υπόπτους. Της παραχωρήθηκε επίσης το δικαίωμα να συλλαμβάνει ως ομήρους τους συγγενείς των κατηγορουμένων. Υπεύθυνη υπηρεσία για όλα αυτά ήταν μια ειδική επιτροπή της NKVD, η OSSO. Η υπηρεσία αυτή έφερε την ευθύνη για τις εκτοπίσεις των οικογενειών, όσων είχαν καταδικαστεί με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα. Συνήθως τα μέλη της οικογένειας ενός “προδότη της πατρίδας” εκτοπίζονταν για πέντε χρόνια και καταγράφονταν στα μητρώα ως TCHIR, με την ένδειξη “μέλος οικογένειας προδότη της πατρίδας”. Δεν είχαν δικαίωμα να κατέχουν το εσωτερικό διαβατήριο και αντ’ αυτού είχαν ένα βιβλιάριο, στο οποίο αναγράφονταν οι ημερομηνίες ελέγχου τους από τα όργανα της μυστικής αστυνομίας, δύο φορές το μήνα
     Το 1937 εκδόθηκε διαταγή, η οποία επέτρεπε τη σύλληψη παιδιών ως 12 ετών και την καταδίκη τους, ακόμα και με τις βαρύτερες ποινές. Αυτή η διαταγή διευκόλυνε την εξόντωση των παιδιών των “εχθρών του λαού”. Τα παιδιά των συλληφθέντων οδηγούνταν σε ορφανοτροφεία. Αναγκάζονταν να αλλάξουν το όνομά τους, αρνούμενα έτσι τους κατάδικους γονείς τους. Αν δε δέχονταν την αλλαγή του ονόματος, τα κακομεταχειρίζονταν και τα περνούσαν από δίκη, σαν “παιδιά εχθρών του λαού” ή σαν “συγγενείς εχθρών του λαού”. Ανήλικοι βασανίστηκαν σκληρά για υποτιθέμενη συμμετοχή τους σε συνωμοσίες. Υπήρχαν περιπτώσεις ανηλίκων, 16-17 χρόνων, που δικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Ορισμένες φορές, ενώ η ποινή ήταν 2-3 χρόνια φυλάκιση, τελικά παρέμειναν έγκλειστοι για 15-20 χρόνια.
     Οι διώξεις κατά των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκαν με εθνικά κριτήρια. Μεγάλες περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό εκκαθαρίστηκαν. Δεν εξαιρέθηκαν από τις διώξεις ούτε τα μέλη του κόμματος. Χιλιάδες Έλληνες εκτελέστηκαν με την κατηγορία του “εχθρού του λαού” ή εξορίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας. Τα κύρια επιχειρήματα των κατηγόρων ήταν ότι υποστήριζαν πολιτικά το “τροτσκιστικο-μπουχαρινικό κέντρο” και ότι συμμετείχαν σε μυστικές οργανώσεις, με στόχο “την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση ελληνικής δημοκρατίας στα νότια παράλια της Ρωσίας”. Οι ομολογίες αποσπάστηκαν με φρικτά βασανιστήρια. Η εφημερίδαΚόκκινος Καπνας, δίνει τη πληροφορία ότι ομάδα Ελλήνων φοιτητών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που έδρευε στο Σοχούμι της Αμπχαζίας, συνελήφθη με την κατηγορία των “αντεπαναστατικών στοιχείων” για “τροτσκιστικο-μπουχαρινική δράση”. Το σύνολο σχεδόν της ελληνικής διανόησης, ακόμα και τα μέλη του κόμματος, εξοντώθηκαν.
     Τον Αύγουστο του 1938, δίχως να έχει προηγηθεί δημόσια ανακοίνωση, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, τα οποία ανέρχονταν σε 104. Η διδασκαλία άρχισε να γίνεται κυρίως στη ρωσική γλώσσα, αλλά αρκετές φορές στη γλώσσα της Δημοκρατίας στην οποία ζούσαν. Τα ελληνικά σχολεία των χωριών της Αμπχαζίας μετατράπηκαν, κατά την  πρώτη περίοδο, κυρίως σε γεωργιανά. Παράλληλα άλλαξε και η ονομασία των σχολείων. Έτσι για παράδειγμα, το Ελληνικό Σχολείο στο Βατούμι μετονομάστηκε 8ο Σχολείο. Η διδασκαλία γινόταν μόνο στη ρωσική, ενώ η σύνθεση των μαθητών ήταν πλέον πολυεθνική. Μερικά από τα ελληνικά εκπαιδευτήρια άλλαξαν χρήση. Αυτό συνέβη με το Ελληνικό Παιδαγωγικό Τέχνικουμ του Σοχούμι, μέρος του οποίου παραχωρήθηκε αργότερα για κατοικία στην Αμπχαζία ηθοποιό Αικατερίνα Ζαχάριεβνα Σακιρμπάϊ. Το ελληνικό σχολείο του χωριού Καμπαρντίνκα παραχωρήθηκε στην αστυνομία και στέγασε τις υπηρεσίες της. Το ελληνικό δεκατάξιο σχολείο του ίδιου χωριού μετατράπηκε σε ρωσικό.
     Με τον ίδιο τρόπο, σταμάτησε η έκδοση των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, ενώ έκλεισαν και οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι. Τα τυπογραφεία καταστράφηκαν. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος καταστροφής του εκδοτικού οίκου “Κολεκτιβιστής”. Τα τυπογραφικά στοιχεία του πετάχτηκαν στην Αζοφική Θάλασσα συμβολικά, “ώστε να μην ξανατυπωθεί στη Ρωσία ελληνικό βιβλίο”.Έκλεισαν επίσης και οι ελληνικές θεατρικές σκηνές. Kαταστράφηκαν σκόπιμα τα περισσότερα στοιχεία της πολιτιστικής δράσης των Ελλήνων. Πολλοί Έλληνες, επίσης, από φόβο, κατέστρεψαν μόνοι τους πολλά στοιχεία, ένα μέρος των οποίων αφορούσε στην ίδια τη θεατρική παραγωγή. Αντίστοιχη ήταν και η τύχη των ελληνικών εκκλησιών. Οι ιερείς ήταν από τους πρώτους που συνελήφθησαν. Αρκετοί από αυτούς εξαναγκάστηκαν να ποδοπατήσουν τις εικόνες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο ιερέας Βασίλειος Τρανταφυλλίδης, που εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στη Θεοδόσια της Κριμαίας το 1922. Το 1937 συνελήφθη και υποχρεώθηκε από τα όργανα του σταλινικού καθεστώτος να ποδοπατήσει μια εικόνα που είχαν πετάξει κάτω. Αυτός αρνήθηκε, λέγοντας “Εγώ εικόνας ‘κι πατώ”. Την τελευταία του πνοή ο ιερέας Τριανταφυλλίδης την άφησε το 1939, εξορισμένος κάπου στα Ουράλια.
     Οι εκκλησίες άλλαξαν χρήση. Η μεγάλη ελληνική εκκλησία στο Σοχούμι μετατράπηκε σε κοινόβιο μαθητών. Η μητρόπολη του Γελεντζίκ έγινε αποθήκη σιτηρών και στο τέλος στέγασε την Κomsomol. Η εκκλησία του χωριού Ντάκγβα ανατινάχτηκε. Το ίδιο έγινε και με την εκκλησία του χωριού Μερτσάν στην Ελληνική Περιοχή. Στη θέση της χτίστηκε σχολείο. Η εκκλησία του χωριού Αχαλσιόν μετατράπηκε και αυτή σε αποθήκη σιτηρών, ενώ ο ιερέας και ο ψάλτης συνελήφθησαν και στάλθηκαν στη Σιβηρία. Το ίδιο συνέβη και με την εκκλησία της Καμπαρτίνκα στην περιοχή Κρασνοντάρ, όπου πολλές εικόνες σώθηκαν, γιατί μια Ελληνίδα, καθαρίστρια στην κοινότητα του χωριού, άκουσε τα σχέδια για την κατεδάφισή της. Πρόλαβαν οι κάτοικοι και πήραν τις καλύτερες εικόνες στα σπίτια τους, φυλλάσσοντάς τες με κίνδυνο της ζωής τους. H εκκλησία του Αγ. Ιωάννου στο χωριό Κούμα μετατράπηκε σε σταύλο. Παρόμοια ήταν η τυχή των περισσότερων ελληνικών εκκλησιών. Οι εικόνες και τα εκκλησιαστικά σκεύη καταστράφηκαν, εκτός από ελάχιστα που σώθηκαν από πολίτες.
     Οι καταστάσεις των υποψήφιων συλληφθέντων συντάσσονταν στα κομματικά γραφεία των οργανώσεων των περιοχών. Τα κριτήρια επιλογής σχετίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τα προσωπικά αισθήματα των υπεύθυνων κομματικών. Στους καταλόγους περιλαμβάνονταν όσοι στα παλιότερα χρόνια εξασκούσαν κάποιο ελεύθερο επάγγελμα και οι πλέον ευκατάστατοι. Επίσης, ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ήταν όσοι εξακολουθούσαν να έχουν την ελληνική υπηκοότητα. Άλλο κριτήριο αποτελούσε και η πιθανή αλληλογραφία με συγγενείς στην Ελλάδα. Το “αδίκημα” της αλληλογραφίας με άτομα που ζούσαν σε καπιταλιστική χώρα, οδήγησε πολλούς Έλληνες στο να απαγορεύσουν στην οικογένειά τους να στέλνει ή να δέχεται γράμματα από την Ελλάδα. Ο αριθμός των προσώπων που θα έπρεπε να περιλαμβάνει η κατάσταση οριζόταν από τις περιφερειακές οργανώσεις. Η συνολική διαδικασία άγγιζε τα όρια του παραλόγου, εφόσον οι κεντρικές υπηρεσίες έδιναν μόνο τον αριθμό αυτών που θα έπρεπε να συλληφθούν: “… έπαιρναν ένα τηλεγράφημα που έγραφε: 500 άτομα, δίχως να έχει ονόματα. Ο αριθμός αυτός μοιραζόταν. Εχουμε 20 ραγιόνια, άρα αντιστοιχούν 25 άτομα σε κάθε ραγιόνι. Αλλες φορές έρχονταν τηλεγράφημα για 100 άτομα. Το έστελναν στο σοβιέτ. Εκείνοι με τον αστυνομικό, συνολικά πέντε άτομα, έλεγαν ποιον θα δώσουν, εκείνον, εκείνον, εκείνον! Τους συγγενείς τους δεν τους πείραζαν. Στον κατάλογο δεν έβαζαν γέρους, αλλά μόνο ανθρώπους που μπορούσαν να δουλεύουν”. Για όσους τελικά συμπεριλάμβαναν στην κατάσταση, εφεύρισκαν διάφορες κατηγορίες, όπως “έβρισε τον Στάλιν” ή “ανατίναξε ένα γεφύρι” ή “έκανε σαμποτάζ σε εργοστάσιο” ή “συμμετείχε σε εθνικιστική ομάδα” κ.λπ. Τις συλλήψεις τις έκαναν βράδυ. Ο λαός είχε ονομάσει το μαύρο αυτοκίνητο της μυστικής αστυνομίας “μαύρο κοράκι” και τους πράκτορες της μυστικής αστυνομίας “μισαφιρέους”.
     Από το 1934, ένα τριμελές ειδικό συμβούλιο της NKVD είχε τη δικαιοδοσία να συλλαμβάνει, να ανακρίνει, να δικάζει, να καταδικάζει και να επιβάλλει ποινές. Το ειδικό αυτό συμβούλιο συνεδρίαζε μυστικά δίχως την παρουσία του κατηγορουμένου και την ύπαρξη δικηγόρου. Η απόφαση της Ειδικής Σύσκεψης, όπως αποκαλείται η συνεδρίαση του τριμελούς συμβουλίου, ήταν αμετάκλητη και δεν επιδεχόταν έφεση. Οι περισσότεροι δικάζονταν σύμφωνα με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα. Ο ποινικός κώδικας του 1926 έκανε διάκριση μεταξύ των κοινών εγκλημάτων και των “αντιεπανα­στατικών”, τα οποία τιμωρούσε πολύ αυστηρότερα: “Όποιος ήταν φυλακισμένος με το άρθρο 58 του ποι­νικού κώδικα δεν είχε κανένα δικαίωμα. Κι αν πέθαινες και αν σε σκότωναν δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα”. Το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα της ΕΣΣΔ, που αποτελούνταν από δεκατέσσερα αρθρίδια, αναφερόταν σε “εγκλή­ματα κατά του κράτους”. Ο Ποινικός Κώδικας κατασκευάστηκε σαν “ταξικό όπλο” κατά του οιουδήποτε ήταν ακόμη και ελάχιστα ύποπτος για το σοβιετικό καθεστώς. Με βάση αυτόν τον Ποινικό Κώδικα όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι κατηγορούνταν για ποινικά αδικήματα. Για παράδειγμα το 58-9 ήταν το “στρατιωτικό σαμποτάζ”, το 58-10-11 σήμαινε “στοιχείο βλαβερό για την κοινωνία”. Η παράγραφος β’ του αρθριδίου 1 του άρθρου 58 (58 1-β) αναφερόταν στο αδίκημα της “προδοσίας της Πατρίδας”. Σύμφωνα με αυτήν, οι πράξεις που συντελούσαν στη μείωση της στρατιωτικής ισχύος της ΕΣΣΔ τιμωρούνταν με τουφεκισμό. Το αρθρίδιο 11 αναφερόταν σε δράση προετοιμασμένη από κάποια οργάνωση και στη σύσταση συμμορίας για την τέλεση αδικήματος Συνήθως το αρθρίδιο 11 συμπλήρωνε τις βασικές κατηγορίες του αρθριδίου 1. Το άρθρο 58 χρησιμοποιήθηκε για όλες τις περιπτώσεις εξόντωσης των εσωκομματικών αντιπάλων της κυρίαρχης ομάδας στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
     Στις καταδικαστικές αποφάσεις υπήρχαν χαρακτηρισμοί σε κωδικοποιημένη μορφή, όπως “Κοινωνικά επιβλαβές στοιχείο” ή “Κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο” ή “Αντεπαναστατική προπαγάνδα” ή “Αντισοσιαλιστική προπαγάνδα” ή “Προδοσία πατρίδας” ή “Αντε­παναστατική δράση” ή “Τρομοκρατική δράση” ή “Υποψία κατασκοπείας” κ.λπ.. Με τον τελευταίο καταδικάζονταν όσοι είχαν ζήσει κάποτε στο εξωτερικό ή είχαν συγγενείς και διατηρούσαν μαζί τους αλληλογραφία. Ειδικά για πολλούς Έλληνες, η αλληλογραφία που διατηρούσαν με συγγενείς τους στην Ελλάδα, στάθηκε ο κύριος λόγος της σύλληψής τους. Συνελάμβαναν ακόμα και συλλέκτες γραμματοσήμων, οι οποίοι αλληλογραφούσαν με την Ελλάδα για τις ανάγκες της συλλογής τους. Μερικές διατάξεις του κώδικα του 1926 νομιμοπ­οιούσαν τη σύλληψη και την καταδίκη ανθρώπων που δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα. Πολλές φορές, πλάι στον χαρακτηρισμό, έμπαινε η επιπλέον ένδειξη “Τροτσκιστής”. Απ’ ότι γνωρίζουμε, για την πλειονότητα των συλληφθέντων Ελλήνων στην Αμπχαζία χρησιμοποιήθηκε αυτή η κατηγορία.
Του Βλάση Αγτζίδη